|
1) недоказанный; 2) недоказуемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недоказанный? — αναπόδεικτος как на (ново)греческом будет слово недоказуемый? — αναπόδεικτος как с (ново)греческого переводится слово αναπόδεικτος? — недоказанный, недоказуемый — λαφροχαϊδεύω — ψευδεπίθεση — δίστυλος — αραιά — διαπραγματεύομαι — δεινοπαθής — χέρσωση — κουφιοκεφαλάκης — ομογνωμονώ — αταύτιστος — γλωσσάλγημα — πρέσσα — βογγάω — περίφόβος — φιαλοδόχος — φαφλαταρία — τελεμές — αγιούτο — κουζουλός — ραδιογραφία — πιδέξιο |
|||