Новогреческий словарь
εκτεθηλυμένος
εκτεθηλυμέν|ος
изнеженный
;
~α ήθη — изнеженные нравы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изнеженный
? —
εκτεθηλυμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκτεθηλυμένος
? — изнеженный
#
(ново)греческий словарь
—
βρόγχιο
—
αράπης
—
ρωσομάθεια
—
κράτηση
—
κατηγορηματικότητα
—
αγκλούτσα
—
δαφνοστεφανωμένος
—
μπρούσκος
—
γαλβανόμετρο
—
μετάξι
—
πεντάξενος
—
καλίφης
—
αναγνώστρια
—
φωνογράφος
—
μεθεπόμενος
—
ειρηνοδίκης
—
αθυρματοπώλης
—
απογαλάκτιση
—
μασουλίζω
—
καταπίπτω
—
φαμελιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве