|
(αόρ. έθελξα, παθ. αόρ. εθέλχθην) привлекать; очаровывать; ~ τήν όραση — радовать взгляд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привлекать? — θέλγω как на (ново)греческом будет слово очаровывать? — θέλγω как с (ново)греческого переводится слово θέλγω? — привлекать, очаровывать — δύσκολα — σακουλές — δίστροτο — χορτώδης — σύγγαμβρος — κοινωνικοποίηση — αφόρμισμα — πλημμέλημα — φυσιοκράτης — ετερόχειρ — σπορικό — οσιότητα — χελώνα — μαλακοκαύλης — γαλαρόμαντρα — περιαυτολογία — πολώνω — χαιρετίζω — ουρανοξύστης — διχαλωτά — ρεζίλεμα |
|||