|
η анат. уст. матка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово матка? — υστέρα как с (ново)греческого переводится слово υστέρα? — матка — ωόγολα — απόζυμο — θειαφοκίτρινος — διαπίδυση — διοικήτρια — χαμίνι — οδονομία — σεμνοτυφία — φυσομανώ — αψός — παραπονετικός — κατάλοιπο — δίπρακτος — ταλαιπωρώ — ακαύχητος — ανάκλιντρον — επιχωριάζω — ανεξαίρετος — ελληνική — αξονομετρικός — εύψυχος |
|||