Новогреческий словарь
ανδρώνομαι
ανδρώνομαι
мужать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мужать
? —
ανδρώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανδρώνομαι
? — мужать
#
(ново)греческий словарь
—
υφαντουργίνα
—
μικροτεχνική
—
συνεταιριστικοποίηση
—
εγκληματίας
—
δεκαρολογία
—
αναγκαστικώς
—
μαιευτική
—
απροσαγόρευτος
—
θεριό
—
αφρονίμευτος
—
ισοφάριση
—
αφιλόπονος
—
εύρωστος
—
αυτουργία
—
ανεξίτηλος
—
τσακωμός
—
ακτύπητος
—
χαρτοπαίχτης
—
χοντρικός
—
παράβολο
—
ακολουθία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве