|
η болтливость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болтливость? — αμετροέπεια как с (ново)греческого переводится слово αμετροέπεια? — болтливость — μοδίστρα — ανδρογένεια — βασιλεία — επιγραμματίζω — αξαρμάτωτος — παράλογο — κενοσοφία — ονομαστικά — τέτοιος — ψωμί — μαγερειό — λιποαιμία — παλιωμένος — κόπρισμα — οβελιστήριο — κάψουλα — λιγώνομαι — ευδαιμονισμός — γνωσιολογικός — επτασύλλαβος — φτυάρισμα |
|||