|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δακρύβρεχτος? — — ποάνθραξ — συνταξιοδότηση — μαλακτικότητα — βωλοκόπος — ξινολάπατο — άγρωστις — τρομπλόν — κακοφκιαγμένος — ψοφοδιψώ — γουρουνόπουλο — επάλειμμα — μαργιόλεμα — εισαγγελία — ορχίτιδα — διάθερμος — αντι- — ακατάγραπτος — ανάστεμα — τυφλοπάννι — μικρασιατικός — κλειδοφύλαξ |
|||