|
образумливаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово образумливаться? — συνετίζομαι как с (ново)греческого переводится слово συνετίζομαι? — образумливаться — σταθμιστής — σοβάτισμα — ουροδόχος — άρτος — μαεστρία — αερολόγος — νυμφεύομαι — νύστα — επαναστάτισσα — ευχαριστημένος — εκκολαπτήριο — σιδηροκατασκευή — αρτίως — πλαγιομετωπικός — θυελλώδης — αναρρόφημα — ατυράγνητος — φαλίδωμα — διαδικασία — δηκτικώς — χρυσοχέρης |
|||