Новогреческий словарь
ασύρματα
ασύρματα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασύρματα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελεφαντόδοντο
—
κλίβανος
—
γραφογνώστης
—
φορόσημο
—
θίασος
—
μειοδοτικός
—
πλαδαρώς
—
δικαίωμα
—
γεροντόπιασμα
—
υπακούω
—
ανερούλιαστος
—
υπήκοος
—
διακυμαίνομαι
—
σταχωμένος
—
κληδονίζω
—
λυράρης
—
σκαμπανέβασμα
—
ευρωστία
—
λαγούμι
—
αγγλικός
—
άσμιγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве