Новогреческий словарь
γέεννα
γέεννα
η
геенна, ад
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
геенна
? —
γέεννα
как на
(ново)греческом
будет слово
ад
? —
γέεννα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γέεννα
? — геенна, ад
#
(ново)греческий словарь
—
βεβιασμένος
—
επιξέω
—
επινεφρίδιος
—
πλουτοφόρος
—
αμεταπώλητος
—
καπαρώνω
—
μανάβικο
—
σαμιαμίδι
—
συμπλοιοκτήτης
—
βύζουνας
—
παραπονεύομαι
—
διαμήκης
—
εκτοκαρδία
—
πολύβοος
—
αντιαεροπλοϊκός
—
ξενάγηση
—
γλαρώνω
—
μακροχειρία
—
μεταλλάσσω
—
ευμάθεια
—
αχάρακτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве