|
перегруженный, обременённый; η μηλιά είναι ~η — [phrase]яблоня ломится под тяжестью плодов[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перегруженный? — κατάφορτος как на (ново)греческом будет слово обременённый? — κατάφορτος как с (ново)греческого переводится слово κατάφορτος? — перегруженный, обременённый — μεγαληγορία — ηλεκτροκαλλιέργεια — καίγομαι — ακριβαναθρεμμένος — λογύδριο — παιδεράστρια — αναίτια — αδιάκριτος — αγδίκιωτος — μπολικαίνω — πισινούλης — λαπαδιάζω — εκκλησιά — εξοίδηση — πρόπτωση — εργοληψία — λυκοκάντζαρος — γιγαντίως — ξαπολνάω — λειβαδοπέρδικα — πέπλος |
|||