Новогреческий словарь
απαραδειγμάτιστος
απαραδειγμάτιστ|ος
беспримерный, беспрецедентный
;
~η κακοήθεια — невиданная подлость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беспримерный
? —
απαραδειγμάτιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
беспрецедентный
? —
απαραδειγμάτιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαραδειγμάτιστος
? — беспримерный, беспрецедентный
#
(ново)греческий словарь
—
όπως
—
καμουφλαρισμένος
—
Μαύρου
—
αστραπόβολος
—
χαρτόμαντις
—
κόκκινος
—
χειροτέχνιδα
—
ευρωπαία
—
εξύμνηση
—
πλείων
—
συναυτουργός
—
αναστατωμένος
—
σκιαμαχώ
—
υποσέλιδο
—
φραντζολάκι
—
καιρος
—
δεκαεννέα
—
σμίλη
—
υπόρραμμα
—
φατνικός
—
χαρτέμπορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве