|
ο, η плакальщик, плакальщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плакальщик? — θρηνωδός как на (ново)греческом будет слово плакальщица? — θρηνωδός как с (ново)греческого переводится слово θρηνωδός? — плакальщик, плакальщица — μεροκάματο — τρυφεραίνω — αλευρόσιτα — πληρωτής — αναπτύσσομαι — ζορμπαλίκι — αεροπλοϊκός — καθαγίαση — γυναικούλιας — κοφτός — γαλακτοποτώ — Φ;φ — ρινοβρογχίτιδα — κοινώς — αλαταποθηκάρνος — απλάγιαστος — όρχις — καλοπληρώνω — ακριβαναθρέφω — σηματοδοσία — έλατος |
|||