|
ο аба (грубошерстная ткань и накидка из зтой ткани) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аба? — άμπας как с (ново)греческого переводится слово άμπας? — аба — αεροπορίνα — ενωτίζομαι — κλητικός — εξευρωπαϊσμός — ψωμότυρο — ασφούγγηστος — κρητικιός — ανθοπαραγωγός — ορεσίβιος — εμφατικός — δαίδαλος — κουτομόγιας — διαδοχικότητα — λυμαίνομαι — αμυλόγαλα — καλαμπουρτζής — ανοστίζω — χιλιοχρονίτικος — ζωογεωγραφία — καντηλανάφτης — λιανός |
|||