|
древний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древний? — παλαιικός как с (ново)греческого переводится слово παλαιικός? — древний — γαϊδουροκαθίζω — κατασπαράσσω — σιτεύω — υπερκάθαρση — σιρόπιασμα — ξέζωσμα — αριστοτεχνία — πρόζα — σακχαροειδής — ερυθροθεραπεία — σαβουρρώνω — αδέψητος — σοκολατένιος — προηγουμένως — ντρίλλι — μεσιτεύω — ξαφνίζω — φρεάτιος — θεσιθηρία — ενδεκάκις — ενδεκάμηνον |
|||