|
прилагать, вкладывать (в конверт); σού ~ εκατό δραχμές — [phrase]посылаю тебе в письме сто драхм[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прилагать? — εσωκλείω как на (ново)греческом будет слово вкладывать? — εσωκλείω как с (ново)греческого переводится слово εσωκλείω? — прилагать, вкладывать — συρίγγιο — περίγελος — έκδοτος — αμείλικτος — οιναποθήκη — αδιαλλαξία — σωληνάριο — εγχύλισμα — αρινός — ακροσύρτης — μελινίτιδα — βούρλισμα — τσίτωμα — γούνναρης — πρωταθλήτρια — χαρτομάντισσα — μαθήτρια — φλεγματικά — αντίρροια — σημαντική — δράστης |
|||