|
αόρ. от επαναλέγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επανείπον? — — δασύτριχος — ανεξέταστος — μισοσβημένος — άτομο — σοϊλίτισσα — σαϊτιά — καταστροφέας — ονειροφαντασία — σταχυολόγημα — καρκινολογία — βαθύγνωμος — ενδεκαετία — σκιοφωτισμός — τετραμελής — συργουλίζω — νεύρα — ατρόμακτος — καταδολίευσις — κουρνάζος — φοβερίζω — κάλπης |
|||