|
το уст. зонтик (дождевой) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зонтик? — αλεξίβροχο как с (ново)греческого переводится слово αλεξίβροχο? — зонтик — γενειάζω — κυματίζω — κτηματίας — υπερρεαλιστικά — γερακωτός — μάγιστρος — βραχοτόπι — αναμοχλευτικός — αυτοπλαστικός — καλωσυνάτος — νομισματολογικός — αμαξοποιείο — αντίστοιχα — σκουπίζω — αμβλύνους — συνηχητικός — επιδιορθώτρια — σάζι — αλγεβριστής — άστε — ενταγμένος |
|||