Новогреческий словарь
αγγελοβλεπούσα
αγγελοβλεπούσα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγελοβλεπούσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λεμφογάγγλιο
—
εκμυζητικός
—
υποβαλλόμενος
—
ραστώνη
—
κακόκαρδος
—
τονικότητα
—
κρανιομετρικός
—
εμπροστά
—
χαρτόμουτρο
—
μπέμπούλα
—
ανδρωνύμιο
—
εντάμωση
—
ευάερος
—
πεντάρφανος
—
ψωριάρης
—
κατακομμάτιασμα
—
κόττερο
—
αναστέλλω
—
αποβαρβαρωμένος
—
τσουρουφλιστός
—
ουρανόπεμπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве