Новогреческий словарь
μουστώνω
μουστώνω
άμετ. :
~ (στόν ύπνο) — слишком много спать, переспать; осоветь от сна (разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουστώνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φερετροποιός
—
ονειρεύτρια
—
μηχανοποιία
—
αδιάταχτος
—
αξεμπέρδευτος
—
σκράπας
—
δύσμοιρος
—
τρανεύω
—
ρακοπότης
—
γραβιά
—
νεκροτομή
—
δεντροφυτεία
—
μέτρημα
—
σκάρτεμα
—
οιδηματώδης
—
διαψευσμένος
—
αριστεύς
—
πρωτύτερος
—
χρυσοκόλλητος
—
σμαραδόχρους
—
μουνόπανο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве