|
το хим. этилен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этилен? — εθυλέννον как с (ново)греческого переводится слово εθυλέννον? — этилен — πολιτειολόγος — τρυγητός — κάρπισμα — θερμομετρογράφος — ανεπίπλαστος — δίβουλος — πέτρωμα — αρχαιοσυλλέκτης — λίπα — σύσκιος — κομμίωσις — κάλος — συγχωροχάρτι — αναμασημένος — αλατοζυγός — εξατομικός — ανεπιτήδευτος — ξυλάς — γκρεμοτοπιά — χιονοδρόμος — μπλόκος |
|||