|
η вдова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдова? — απόχηρα как с (ново)греческого переводится слово απόχηρα? — вдова — τζόβενο — χαλκός — γκιώνης — αποστρατεύω — κατατοπίζω — άξιος — εναντιολόγος — γρετίδικος — σαλπίζω — αψικορία — απανώγραμμα — ευθυγραμμίζομαι — συμφοιτήτρια — λινομέταξος — Οβριός — προνομία — διμήνι — ιερόσυλος — ασχεδίαστος — ασκάθαρος — μοσκιά |
|||