|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανουβράρισμα? — — βερνίκωμα — φωτοβόλημα — ακοορος — θαυμαστής — φουμάω — υπόφραγμα — θεοκρατικό — πελεκητός — κοχλιωτός — εύκολος — πατριάρχης — σχεδίασμα — αργένης — υποτιτλισμός — κυριεύω — ανεμοτρεφής — σαρκολαβίδα — μονομιάς — μανούρι — ανακύκλισμα — αποσπερίτης |
|||