Новогреческий словарь
αγαρνίριστος
αγαρνίριστ|ος
1)
без отделки
(об одежде, шляпе);
2)
без гарнира
(о блюде)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без отделки
? —
αγαρνίριστος
как на
(ново)греческом
будет слово
без гарнира
? —
αγαρνίριστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγαρνίριστος
? — без отделки, без гарнира
#
(ново)греческий словарь
—
γυμνασιαρχώ
—
εκτυλίσσομαι
—
δισυπόστατο
—
ξεπλύνω
—
επιφώνηση
—
βοητό
—
συμπαράσταση
—
ρεγχάζω
—
μυθοποιός
—
δροσοσταλιά
—
ντουφεκίδι
—
θρηνώδης
—
αποπροσανατολισμός
—
ψαρόβαρκα
—
χαλκολαμπρίτης
—
άτρυγος
—
υπώνυμο
—
ελαχιστότητα
—
άκοσμος
—
ανέζευξα
—
άοπλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве