|
η отсутствие полового влечения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие полового влечения? — αναφροδισία как с (ново)греческого переводится слово αναφροδισία? — отсутствие полового влечения — ηχητική — αλληλοφθονούμαι — ανάξεση — ασημόχωμα — ζάπι — διογκωτικός — διεκπεραιωτής — λιθογνωμικός — σκουφέττο — μονοπωλιακός — διακανόνιση — επικυρωμένος — ξανάφτω — θαλασσογράφος — κατανάλωση — ξεκλειδώνω — δεκαδάρχης — κοπίδι — κρουπιέρης — μπύρα — ευκαιριακός |
|||