Новогреческий словарь
πολυτεχνικός
πολυτεχνικός
политехнический
;
ανώτατη ~ή σχολή — политехнический институт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
политехнический
? —
πολυτεχνικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυτεχνικός
? — политехнический
#
(ново)греческий словарь
—
φρονηματισμός
—
κλινόπους
—
κυριολεκτικά
—
δεκατιανός
—
εξελκωτικός
—
επικριτής
—
ίνδαλμα
—
Καναδός
—
αποβιώνω
—
αχυβάδα
—
λαρυγγίτιδα
—
τσιγαράδικο
—
συγκινητικός
—
κοκαλιάζω
—
σχημοτογραφία
—
φρουσκάλα
—
κληρώνομαι
—
γραμματοσημεμπορία
—
παππούδες
—
ουτιδανότης
—
ξεσκάλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве