Новогреческий словарь
διακινώ
διακινώ
Перевозить,торговать,распространять (наркотики)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακινώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρτηρία
—
γνωστοποιούμαι
—
ευωδία
—
τιμωρητικός
—
κινητοποιώ
—
αλαφροσκεπάζω
—
φρόντιση
—
βιάζω
—
ντρίλλι
—
νεκροτομή
—
σαλεύω
—
απεψία
—
ναυπηγοεπισκευαστικός
—
αστυνομικός
—
ασφυκτικός
—
ξυλογλυφίο
—
αιματοποιητικός
—
φως
—
εννεάμηνος
—
παπουτσάκι
—
ιδιότυπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве