|
сексуальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сексуальный? — σεξουαλικός как с (ново)греческого переводится слово σεξουαλικός? — сексуальный — πορδοκλάνω — ασουβάτιστος — φιλοτομαρισμός — πσραλογή — χλιαίνω — λούλα — παραλογιστικός — κοψοχρονιά — σκολόπακος — δίκελλα — κατασιγαστήρας — φασματικός — κοσμογραφία — βαμβούσα — τιμαλφής — τουρλώνω — ηχοαπορροφητικός — άστροφος — δέκα — ξεσχολίζω — αεροβάμων |
|||