|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιόκαιρος? — — κουρούπα — αυτογεμής — αλεκτορομαχία — βρόντημα — φίλαυτος — κρίτρα — πλύσιμο — θαμνόβιος — επιπλοκή — σάστισμα — έσπασα — γαλβανιζέ — ακαλούπιαστος — Λαμπρά — φελλιζολ — νοσογόνος — Κρήτη — αναδίπλωμα — ετερόσημος — αιματοβαμμένος — πλατύγυρος |
|||