|
ο церк. песнопевец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово песнопевец? — υμνογράφος как с (ново)греческого переводится слово υμνογράφος? — песнопевец — βαροθερμογράφος — ελλοχεύω — αμπακος — χρεοκοπία — λουκανικόσουπα — ευρύχωρος — ασπράδι — ποδηλάτισσα — πατσαβούρι — απαρνιούμαι — γουνάς — μεγαλοφρόνως — οστεάλευρο — ίνδαλμα — ξαναφούντωμα — συναίσθημα — πυρηνίνη — ξαγρυπνιά — απαργυρώνω — συγχώρεση — ανθόμελο |
|||