Новогреческий словарь
υμνογράφος
υμνογράφ|ος
ο церк.
песнопевец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
песнопевец
? —
υμνογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υμνογράφος
? — песнопевец
#
(ново)греческий словарь
—
νεοαρκτικός
—
συνομοσπονδιακός
—
σμιλάρι
—
ατούφεκος
—
κεντρόφύξ
—
θείτσα
—
σιχαμερός
—
οινοπνευματοπωλείο
—
τραγανιστός
—
σιδερόφρακτος
—
ιάνθινος
—
δυστυχώς
—
κορφοβούνι
—
φέξιμο
—
βουτυροκομία
—
ινδιάνος
—
εκμυζητικός
—
ντετερμινιστικός
—
ορείχαλκος
—
αγωνιστικότητα
—
γεννολόγι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве