Новогреческий словарь
σωματομετρικός
σωματομετρικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σωματομετρικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιχειρηματικότητα
—
βαίνω
—
χαρτοδέτης
—
πολυκερδώς
—
ανάγλυφο
—
πολυχρόνιση
—
ανάργαστος
—
διαμερισμός
—
ουρανής
—
ανεξίτηλο
—
μακιγιέζ
—
φριζάρω
—
σκέρτσο
—
ψευδά
—
αποτεφρωτήρας
—
παραζαλίζω
—
μοβόρικος
—
ειδωλολάτρης
—
παστέλ
—
αναβλητικός
—
ακατάστατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве