|
утешительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешительный? — παρήγορος как с (ново)греческого переводится слово παρήγορος? — утешительный — συκεών — εκθεμελιώνω — μύρο — ψυχομετρικός — δελφικός — βουτώ — κυστόλιθος — πρέσβυς — μετέρχομαι — πέδικλον — εκπλήσσω — ξεζαλίζομαι — κολίβριο — πεταλουργία — αθλομανία — κλαπέτο — φαρμασόνος — σκατώνω — σμιγός — κύφωμα — ψηλαφίζω |
|||