Новогреческий словарь
κυψελιδικός
κυψελιδικός
мед.
везикулярный
(о дыхании и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
везикулярный
? —
κυψελιδικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυψελιδικός
? — везикулярный
#
(ново)греческий словарь
—
εικονομάχος
—
πεντάμηνο
—
λεπιδόπτερα
—
προσωπιδοφόρος
—
αλλοσε
—
αντίστροφα
—
κακοπαθιασμένος
—
κλίβανος
—
συγκινησιακός
—
μικρασιατικός
—
αιθαλομίχλη
—
ασκίδι
—
νεροκανάτα
—
καρναβαλίστικα
—
χρωματοσκοπία
—
ακτή
—
εκμαυλίστρια
—
προκαταβάλλω
—
αυτοτιμωριέμαι
—
στοκάρω
—
ηωάνθρωπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве