|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στανικώς? — — ασυμβίβαστος — μέ — διεκθλίπτης — φούλ — εκλογιμότητα — κοιμώμαι — κωλοβρέχτης — μικροβιοβριθής — χρυσήλατος — αξιοσέβαστος — καταφρονώ — ταβερνίτσα — ραδιοθεραπεία — συκομορέα — συντάξιμος — καλόγουστα — φλέγμα — κατευθυντήρας — ήκιστα — αγκρίνιαστα — ζυγαριά |
|||