|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δυϊστικός? — — γαλάριος — στρογγυλόμορφος — χαλκωματάδικο — ασφαλτικός — ψυχοφυσιολογία — δρυόξυλο — κασκαβάλι — πατήρ — αναγκεμένος — ξάνθισμα — άνοιγμα — σιρόπιασμα — ξάγναντο — γιγαντωμένος — πετρελαιοπηγές — ορίστε — πεντακοσάρι — ακέριος — αποτολμώ — αζάς — αλκοολούχος |
|||