|
η запах земли; === μυρίζω ~ — предчувствовать смерть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запах земли? — χωματίλα как с (ново)греческого переводится слово χωματίλα? — запах земли — λιπομαρτυρία — αρνόμαλλο — ακαταζήτητος — δηκτήρ — στολιδώδης — λεύκανση — πολιτικάντης — σύμμειξη — χαρτονοποιείο — ψιλικατζίδικο — κατακαμπής — δεψίνη — αρθροπάθεια — αγγελοπετριά — ζώ — κεκαλυμμένα — ματαβάζω — συγγενολόι — καθείς — συρίγγωση — κλυδώνισμα |
|||