|
ο эллинг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эллинг? — νεώσοικος как с (ново)греческого переводится слово νεώσοικος? — эллинг — δέλφινας — αθωνίτικος — συναρίθμησις — καλαμποκίσιος — επαιτώ — κλειδωμένος — τρέμω — φιλόλογος — διοργονωτικός — ξεσκάνω — άζωος — εκφυλλίζω — αντιεπιστημονικά — νταρντάνα — εφημεριδοφάγος — ισιώνω — συμφιλιωμένος — φυλάσσω — αδιασταύρωτος — αηδονώ — μολυβύς |
|||