|
η любящая дочь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любящая дочь? — σπλαχνικούλα как с (ново)греческого переводится слово σπλαχνικούλα? — любящая дочь — ποτοαπαγόρευση — αεροστατική — κατάργηση — ευμέθοδος — πουαντιλλισμός — κλαδώνω — προϊόν — μικρόφωνο — εγγλύφανον — ταχυμαθής — γρασαδόρος — ζουζουνάκι — μουσκεύω — τροφός — ρωσομαθής — καίω — ερυθροπύρωση — γιορτινά — ανηρέθην — αναίμακτος — αγχιστεία |
|||