Новогреческий словарь
αντρείωμα
αντρείωμα
το 1)
возмужание
;
2)
мужественный поступок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возмужание
? —
αντρείωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
мужественный поступок
? —
αντρείωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντρείωμα
? — возмужание, мужественный поступок
#
(ново)греческий словарь
—
μπιζελόσουπα
—
επερώτηση
—
συντυχαίνω
—
αρμένικος
—
ψήφισμα
—
αναστόμωση
—
αναγνωστήρι
—
τετραπληγία
—
ελεημονικός
—
αμπατζήδικο
—
καλαισθητική
—
συστέγαση
—
σερνάμενος
—
μεγάλαυχος
—
χιλιάρικος
—
δυσαρεστημένος
—
μεγαλεπηβόλως
—
ξυλοπόδαρο
—
υπερχειλής
—
εξωνούμαι
—
υποστηρίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве