|
το формовка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово формовка? — καλούπωμα как с (ново)греческого переводится слово καλούπωμα? — формовка — συμμιγνύω — γεροπαράξενος — εμπρέπει — σμιγάρι — Ρουμανίδα — ογκόλιθος — οδοντοβόθριον — χαλύβδωση — φαρμακοτεχνικός — μάλε-βράσε — τυφεκιοφόρος — μαϊμουδίζω — ανατρεπόμενος — αμφοτερίζω — σαββατοκύριακο — πρωτοτόκια — ερυθροφοβία — σουσαμιά — τροχοπέδηση — ώσπερ — πεντάδραχμο |
|||