|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικίζω? — — καβουρδιστός — έξαλα — αστεροπληθής — αντεπισκέπτομαι — ψυχικός — ύψιλον — πνευμονεκτομή — μενσεβικικός — κατακερματισμένος — πονοκεφάλιασμα — αποχρωμάτισμός — πελλερίνα — αμετάπειστος — ροκοκό — γραμματοσημαίνω — τραγουδοποιός — έγκλητος — σάχης — κοκαλώνω — καθοδικώς — μονορρούφι |
|||