|
το церк. ризница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ризница? — σκευοφυλάκιο как с (ново)греческого переводится слово σκευοφυλάκιο? — ризница — μορμολύκειον — ανασυρτός — σκανιάζω — φιλειρηνιστής — σπερματίνη — ανεκπλήρωτος — κακομιλάω — προθερμαντήρας — ανοτιμητικός — σεβιότ — τσιλημπουρδίζω — ελλύχνιον — ρεζισσέρ — χλαμύδα — αποτελεσματικότητα — απαράβλαφτος — προπληρωμή — ανεξάλειπτα — ευφημιστικά — μαργαριτάρι — τηλεφωνητής |
|||