|
растрёпанный, взлохмаченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растрёпанный? — αναμαλλιασμένος как на (ново)греческом будет слово взлохмаченный? — αναμαλλιασμένος как с (ново)греческого переводится слово αναμαλλιασμένος? — растрёпанный, взлохмаченный — ανελεημοσύνη — μαρξιστής — ανθοδεσία — σκορδόξιδο — αρχοντοχωριάτης — συνεκδοχικός — εκφραστικός — μπρίο — λεονταρόψοχος — ευδιάθετος — χαϊδούλης — ψιλοκόβω — ευανάγνωστο — τίκτομαι — λυντσάρισμα — αλαφρός — κακοδιάθετος — ατμίς — βυζάχτρα — χαϊδολογιέμαι — κουβέρτα |
|||