|
растрёпанный, взлохмаченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растрёпанный? — αναμαλλιασμένος как на (ново)греческом будет слово взлохмаченный? — αναμαλλιασμένος как с (ново)греческого переводится слово αναμαλλιασμένος? — растрёпанный, взлохмаченный — ξελαιμιάζομαι — δίπλωση — λιμπίζομαι — αζύγιστος — αμπούκωτος — αδυσώπητος — δύσκαμπτος — εννεάκρουνος — μοσχολίβανο — πτερόεις — λαλημένος — πλαγιοσπορά — σφήξ — φιλοτεκνία — ειδωλοποιώ — υπνωτίζομαι — χορεύτρα — δανειοδοτώ — χιονολισθητήρας — οχληρότητα — καθορισμός |
|||