Новогреческий словарь
εξόμφαλος
εξόμφαλ|ος
пупочный
;
~ κήλη — пупочная грыжа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пупочный
? —
εξόμφαλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξόμφαλος
? — пупочный
#
(ново)греческий словарь
—
φθογγολογικός
—
σκουντουφλιάζω
—
λεμφοκυτογόνος
—
επαίτις
—
ρεαλιστής
—
ξενοκρατία
—
αστύλωτος
—
μάουζερ
—
πιθηκισμός
—
λαχανόγουλο
—
αλλοιθωρίζω
—
ακοινώνητος
—
γκρεμώ
—
σκυλάς
—
Φραγκισκανοί
—
κιμάς
—
αθλιόκαιρος
—
φτωχαδάκι
—
ομολογία
—
θαλασσομάνα
—
ευθυμολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве