|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρηγορητής? — — φαράκλα — ασπρογή — ψέγω — καλοκτίζω — μίσανδρος — σταρένιος — αθλητισμός — τζάμι — γένος — μαργελλώνω — μπιτίζω — ζίου-ζίτσου — ζαχαροποιία — τετράτομος — ομιλήτρια — μαντική — συγκυριαρχία — μεταμφίεση — τράπεζα — μονολιθικότητο — σκάρτος |
|||