Новогреческий словарь
πληγούρι
πληγούρι
το 1)
крупа
(пшеничная);
2)
каша
(пшеничной крупы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крупа
? —
πληγούρι
как на
(ново)греческом
будет слово
каша
? —
πληγούρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πληγούρι
? — крупа, каша
#
(ново)греческий словарь
—
καταχρώμαι
—
γυναικόπαιδα
—
μαμμούδι
—
εξευτελίζομαι
—
αμάγευτος
—
τρούμπα
—
αντιστρόφως
—
πετρελαιοπαραγωγός
—
σμάλτο
—
λαγοπόδαρο
—
μαθησιακός
—
κόμμα
—
λαμπροφορεμένος
—
τυλίσσομαι
—
ξεψυχώ
—
αποτελματώνομαι
—
σιτάρκεια
—
κρυστάλλιασμα
—
τσαγκρουνιά
—
κειμηλίαρχος
—
ξαρρωστώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве