|
το эл. вольт-ампер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вольт-ампер? — βολταμπέρ как с (ново)греческого переводится слово βολταμπέρ? — вольт-ампер — υδραργυρικός — γαληνεύω — δαιμονοπάθεια — νυχιάζω — πρόσοδος — μηλοροδάκινο — δρούγα — κουζουλαίνω — ανθυπομοίραρχος — παραμόνιμος — βομβαρδίζω — κατσικοπόδαρη — ποταμόπλοιο — ληστοσυμμορία — υστερικά — ξακουσμένος — ασπρογάλιασμα — ειδωλολάτρισσα — πρόσταγμα — είδωλο — αχνίζω |
|||