Новогреческий словарь
συμπαθητικά
συμπαθητικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπαθητικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αυτογραφικός
—
μπόδιο
—
εντρέπομαι
—
καμινέας
—
φτάκοιλο
—
γαστρεντερίτιδα
—
νάγια
—
θραψερός
—
σκιτζίδικος
—
ξεσκέπαστος
—
αυταδέλφη
—
γαλόνι
—
σιλτές
—
δίξιφος
—
αρνοτόμαρο
—
αυτοπεψία
—
μπαλάκι
—
σαγματοποιός
—
γλυκόμματος
—
ξετυλίζω
—
δεσποτικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве