|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λασπερός? — — ακυτταρικός — νοσοκομειακός — παροτρύνω — χεροκρατιέμαι — αδιπλάριστος — συγκαλώ — αποκολλώ — κύκλωμα — νοτιοανατολικός — διάλειψη — ωοκύτταρο — πλάνισμα — αλευροπάζαρο — κουρμπάτσι — ζαρωμένος — ομοφυλοφιλικός — συνημμένως — αναλογισμός — χοντρομπακάλης — διαθερμία — θεαματικότης |
|||