Новогреческий словарь
Φιλλανδέζος
Φιλλανδέζ|ος
финн
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
финн
? —
Φιλλανδέζος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Φιλλανδέζος
? — финн
#
(ново)греческий словарь
—
άρμ
—
πλήρωμα
—
διάσιμο
—
οστεοδυνία
—
κράτυσμα
—
μεταγωγικό
—
ακριβοθώρητος
—
γαϊτάνωμα
—
φουντίτσα
—
αρμολόγημα
—
ασαγήνευτος
—
μοσχοκαρφιά
—
ακίνητος
—
πονόδοντος
—
κακόγρια
—
μυρμήγκι
—
ψευδοευλάβεια
—
φουχτίζω
—
ζυμωσιογόνος
—
πανουργία
—
πέζο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве